ασάρωτος

ασάρωτος
και -ριστος, -ρωγος, -η, -ο (Α ἀσάρωτος, -ον) [σαρώ]
εκείνος τον οποίο δεν έχουν σαρώσει, ο ασκούπιστος.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • ἀσάρωτος — unswept masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ασάρωτος — η, ο επίρρ. α αυτός που δε σαρώθηκε, ασκούπιστος: Το σπίτι είχε μείνει ασάρωτο για πολλές μέρες …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἀσάρωτον — ἀσάρωτος unswept masc/fem acc sg ἀσάρωτος unswept neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Sosos — Tauben auf dem Rand des Wassergefäßes (Kopie), Kapitolinische Museen, Rom Sosos war ein griechischer Mosaikkünstler, der wahrscheinlich zur Zeit der Attaliden zu Pergamon tätig war. Dort befand sich sein berühmtes Werk mit den vier trinkenden… …   Deutsch Wikipedia

  • ασκούπιστος — η, ο 1. αυτός που δεν έχει σκουπιστεί με τη σκούπα, ο ασάρωτος 2. εκείνος που δεν έχει καθαριστεί από τη σκόνη, ο αξεσκόνιστος («καρέκλα ασκούπιστη») 3. όποιος δεν έχει σκουπιστεί με πετσέτα («ασκούπιστα χέρια») …   Dictionary of Greek

  • ψηφιδωτό — Διακόσμηση δαπέδου, τοίχου ή οροφής με πολύχρωμες κατεργασμένες μικρές ψηφίδες από πέτρα, τερακότα ή γυαλί, που συγκολλούνται στερεά σε ένα στρώμα κονιάματος. Για την τεχνική των αρχαίων ψ. υπάρχουν λεπτομερείς περιγραφές από τον Βιτρούβιο και… …   Dictionary of Greek

  • ασκούπιστος — η, ο επίρρ. α 1. αυτός που δε σκουπίστηκε με την πετσέτα, ασφόγγιστος: Πλύθηκα, αλλά είμαι ακόμη ασκούπιστος. 2. ασάρωτος: Τα δωμάτια τα είχε ασκούπιστα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”